Παιδική Αποσυνδετική Διαταραχή

Το 1908, ο Αυστριακός εκπαιδευτικός Theodor Heller, περιγράφει τα χαρακτηριστικά της διαταραχής, όμως πολλές δεκαετίες αργότερα, αναγνωρίζεται και ονομάζεται παιδική αποσυνδετική διαταραχή (Childhood Disintegrative Disorder) ή σύνδρομο Heller.

Η διαταραχή είναι αρκετά σπάνια, σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυξιακές διαταραχές. Κύριο γνώρισμά της και κύρια διαφοροποίησή της είναι ότι τα παιδιά με αποσυνδετική διαταραχή, αναπτύσσουν τα αυτιστικά συμπτώματα μετά από κάποια σχετικά μεγάλη περίοδο κανονικής ανάπτυξης. Περίπου στο τρίτο με τέταρτο έτος της ηλικίας τους “χάνουν” μαθημένες και ανεπτυγμένες δεξιότητες, όπως είναι για παράδειγμα η επικοινωνία, ή το ενδιαφέρον τους για το περιβάλλον γύρω τους, για να καταλήξουν, στην κλινική εικόνα των παιδιών με αυτισμό χαμηλής λειτουργικότητας.

Η περίοδος της παλινδρόμησης, αρκετά συχνά χαρακτηρίζεται από διαταραχές στον ύπνο, έντονο άγχος και άλλα συμπτώματα σχετιζόμενα με υψηλά επίπεδα στρες. Τα αίτια της διαταραχής δεν είναι γνωστά. Υποθέσεις υπάρχουν για κάποια μορφή παθολογίας του κεντρικού νευρικού συστήματος.

Τόσο το DSM, όσο και το IDC 10, κατατάσσουν την διαταραχή στις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές ή διαταραχές αυτιστικού φάσματος. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις της παιδικής αποσυνδετικής διαταραχής είναι ίδιες με αυτές του κλασικού αυτισμού.